- σημάδι
- το / σημάδιον, ΝΜΑνεοελλ.1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού τό πω και σένα», Ερωτόκρ.)2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι»)3. σωματικό γνώρισμα («πες μου σημάδια τού κορμιού, σημάδια τής αγάπης. -Έχεις ελιά στο στήθος σου κι ελιά στην αμασχάλη», δημ. τραγούδι)4. ουλή («η ευλογιά τού άφησε σημάδια στο πρόσωπο»)5. ίχνος, χνάρι, αποτύπωμα6. ένδειξη για το μέλλον, οιωνός («αυτό είναι κακό σημάδι»)7. μουσ. σημαδόφωνο8. είδος λαϊκού παιχνιδιού, αλλ. ριζικάρι9. φρ. α) «ρίχνω στο σημάδι» — ασκούμαι στην σκοποβολήβ) «τόν έχω στο σημάδι» — τόν χρησιμοποιώ ως στόχο, επιτίθεμαι συνεχώς εναντίον τουμσν.-αρχ.ενέχυροαρχ.σημαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + υποκορ. κατάλ. -άδι(ον), πρβλ. φυλλ-άδιον].
Dictionary of Greek. 2013.